- Κωνσταντινούπολη
- (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ. Istanbul Bogazici), ο οποίος ενώνει τον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη θάλασσα) με την Προποντίδα (θάλασσα του Μαρμαρά). Υπήρξε πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από την ίδρυσή της (330 μ.Χ.) έως το 1453 και, έκτοτε, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έως το 1923, οπότε ιδρύθηκε η Τουρκική Δημοκρατία με πρωτεύουσα την Άγκυρα. Είναι η πολυπληθέστερη πόλη της Τουρκίας και το μεγαλύτερο λιμάνι της, καθώς και το σημαντικότερο εμπορικό, οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας.
Η βιομηχανική παραγωγή της πόλης περιλαμβάνει τρόφιμα, υφάσματα, μηχανήματα, χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα, κατεργασμένα δέρματα και καπνό, είδη κεραμικής και υαλουργίας. Υπάρχουν επίσης ναυπηγεία και μονάδες επισκευής πλοίων. Αποτελεί σιδηροδρομικό κόμβο, προς την ενδοχώρα και προς την Ευρώπη, και διαθέτει ποικιλία θαλάσσιων συγκοινωνιών, καθώς και το αεροδρόμιο Γεσίλκιοϊ, περίπου 27 χλμ. Δ της πόλης, το οποίο εξυπηρετεί τον ιδιαίτερα ανεπτυγμένο τουρισμό.
Η πόλη είναι χωρισμένη σε τρεις ζώνες: την κυρίως Κ., μεταξύ της Προποντίδας και του Κεράτιου κόλπου, το Μπέι-ογλου, δηλαδή τις δύο συνοικίες Πέραν και Γαλατά, μεταξύ Κεράτιου κόλπου και Βοσπόρου, και το Σκούταρι (Ισκιντάρ) στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Η κυρίως Κ. περιλαμβάνει τις συνοικίες που αντιστοιχούν στη βυζαντινή πρωτεύουσα και διατηρεί τα κυριότερα βυζαντινά και μουσουλμανικά μνημεία. Στην απέναντι όχθη του Κεράτιου κόλπου, ενωμένες με το προηγούμενο τμήμα με δύο γέφυρες οι οποίες κατασκευάστηκαν το 1838 και το 1845 αντιστοίχως, βρίσκονται οι νεότερες συνοικίες του Γαλατά και του Πέραν, δυτικής επίδρασης, οι οποίες συγκεντρώνουν σχεδόν όλες τις οικονομικές δραστηριότητες και τα κυριότερα κτίρια ευρωπαϊκού τύπου. Το Σκούταρι, τέλος, είναι εμπορικό προάστιο χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον.
Πέρα όμως από αυτά η Κ., χάρη στη θαυμάσια φυσική τοποθεσία της, τη γραφικότητα των παλαιών συνοικιών της, τις ιστορικές αναμνήσεις και τον πλούτο των μνημείων της, διατηρεί μια γοητεία όσο λίγες πόλεις στον κόσμο και κατέχει μια εξαίρετη θέση στην παγκόσμια ιστορία, καθώς αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας για περισσότερα από 2.000 χρόνια.
Ιστορία-μνημεία. Ο Στράβων αναφέρει ότι, μετά την ίδρυση της Χαλκηδόνας στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου (674 π.Χ.), από Μεγαρείς αποίκους, ο επίσης Μεγαρεύς Βύζας έχτισε το Βυζάντιο στην απέναντι ευρωπαϊκή παραλία, το 658 ή 657 π.Χ. Εξαιτίας της εξαιρετικής της θέσης, η πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα, περιτειχίστηκε και κατέλαβε εδάφη στα ασιατικά παράλια. Στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. την κατέκτησαν οι Πέρσες, αλλά την ελευθέρωσε ο Παυσανίας μετά τη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.). Το 340 π.Χ. την πολιόρκησε χωρίς επιτυχία ο Φίλιππος Β’ και το 279 π.Χ. οι Γαλάτες. Στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος, πολεμώντας τον Πεσκένιο Νίγηρα ο οποίος είχε οχυρωθεί στην πόλη, κατέλαβε το Βυζάντιο και το κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Κατόπιν όμως, κατανοώντας τη μεγάλη στρατιωτική του σημασία, το ανοικοδόμησε εξ ολοκλήρου ονομάζοντάς το Αυγούστα Αντωνίνα. Το 324 μ.Χ. ο Λικίνιος, μετά την ήττα του στην Αδριανούπολη, κατέφυγε στο Βυζάντιο και ο Κωνσταντίνος ο Μέγας κατέλαβε την πόλη, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, και αποφάσισε να την κάνει πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, αντιλαμβανόμενος αμέσως την τεράστια στρατιωτική και οικονομική της σημασία και αξιοποιώντας για συμβολικούς σκοπούς την ομοιότητα του τοπίου με αυτό της Ρώμης (υπήρχαν επτά λόφοι γύρω από την πόλη, όπως συνέβαινε και με τη Ρώμη, γι’ αυτό και μία από τις προσωνυμίες της νέας πόλης ήταν Επτάλοφος).
Οι εργασίες άρχισαν το 325 μ.Χ. Υψώθηκαν νέα τείχη, ιδρύθηκαν δημόσια οικοδομήματα (αγορές, στοές, ανάκτορα κ.ά.), χτίστηκαν ναοί και μεταφέρθηκαν έργα τέχνης από όλα τα μέρη του ρωμαϊκού κράτους. Την άνοιξη του 330 οι εργασίες είχαν προχωρήσει αρκετά και στις 11 Μαΐου έγιναν τα επίσημα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας, η οποία αρχικά ονομάστηκε Νέα Ρώμη και αργότερα Κ., προς τιμήν του ιδρυτή της. Από την εποχή αυτή η ιστορία της Κ. ταυτίστηκε με την ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (βλ. λ.). Παράλληλα, καθώς εξασθενούσαν οι μεγάλες ελληνιστικές πόλεις με τη μακρά καλλιτεχνική παράδοση, η Κ., η οποία συνεχώς εξελισσόταν, διαμορφωνόταν στο σπουδαιότερο πολιτιστικό κέντρο της αυτοκρατορίας.
Την οικοδομική δραστηριότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου συνέχισαν και οι επόμενοι αυτοκράτορες. Ο Κωνστάντιος Β’ (337-340) αποπεράτωσε τα τείχη και ίδρυσε νέα δημόσια κτίρια. Ο Ιουλιανός (361-363) κατασκεύασε δεύτερο λιμάνι και ο Βαλεντινιανός (364-375) το σωζόμενο μέχρι σήμερα υδραγωγείο. Ο Θεοδόσιος Α’ ο Μέγας (378-395) ίδρυσε το μεγάλο φόρο (πλατεία) του Ταύρου και ο γιος του Αρκάδιος (395-408) προσέθεσε άλλο ένα. Στις αρχές του 5ου αι. ο Θεοδόσιος Β’ (408-450) ανήγειρε το ισχυρότατο Θεοδοσιανό τείχος, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα, και η πόλη απέκτησε την οριστική της έκταση. Τα ισχυρότατα αυτά τείχη συμπληρώθηκαν και ανακαινίστηκαν από τους επόμενους αυτοκράτορες, έως την άλωση της Κ. (1453).
Ορόσημο στην οικοδομική εξέλιξη της Κ. αποτέλεσε η πυρκαγιά που ξέσπασε κατά τη Στάση του Νίκα (532) επί Ιουστινιανού Α’ (527-565), η οποία κατέστρεψε το κεντρικότερο τμήμα της πόλης. Το γεγονός έδωσε αφορμή στον αυτοκράτορα να εγκαινιάσει ένα μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα, το οποίο περιλάμβανε τη διεύρυνση του Μεγάλου Παλατίου, την ανέγερση της Αγίας Σοφίας και άλλων λαμπρών ναών, καθώς και νέων δημόσιων οικοδομημάτων, γεφυρών, υδραγωγείων και δεξαμενών, με αποτέλεσμα την αλλαγή της όψης της πρωτεύουσας. Τα επόμενα χρόνια η Κ. αντιμετώπισε αποτελεσματικά τις επιθέσεις των Αβάρων, των Περσών και των Αράβων, αλλά γνώρισε και τις γεμάτες φανατισμό συγκρούσεις και ιδεολογικές διαμάχες των εικονομάχων με τους εικονολάτρες. Με τη δυναστεία των Μακεδόνων (867-1059) η Κ. απέκτησε καινούργια παλάτια, ναούς και άλλα δημόσια κτίρια. Επί Κομνηνών (1081-1185) στην πρωτεύουσα έκαναν την εμφάνισή τους οι Βενετοί, οι Πιζάτες και οι Γενοβέζοι, οι οποίοι σταδιακά απέκτησαν πολλά εμπορικά προνόμια. Την ίδια περίοδο οι Κομνηνοί εγκατέλειψαν το Μέγα Παλάτιον και έχτισαν νέα ανάκτορα στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης, στις Βλαχέρνες. Απομακρύνθηκε έτσι το πολιτικό κέντρο από τον Ιππόδρομο και η πολιτική και κοινωνική ζωή συγκεντρώθηκε γύρω από τα νέα ανάκτορα.
Το 1204 η Κ. λεηλατήθηκε από τους Σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας ίδρυσε το λατινικό Βασίλειο της Κ. και η βυζαντινή αριστοκρατία κατέφυγε στη Νίκαια. Το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος ανακατέλαβε την πόλη και εγκατέστησε στον θρόνο τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Την περίοδο αυτή η Κ. γνώρισε μεγάλη πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση. Ωστόσο το κράτος έφθινε, περικυκλωμένο από τους Τούρκους και ευρισκόμενο σε οικονομικό και στρατιωτικό μαρασμό.
Η Κ. ήταν πολυάνθρωπη ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο πληθυσμός της, ο οποίος τον 4o αι. μ.Χ. ήταν περίπου 200.000, γρήγορα αυξήθηκε και τον 6o αι. εικάζεται ότι έφτανε το ένα εκατομμύριο. Το γενικό σχέδιο της ρυμοτομίας της καθοριζόταν από μια μεγάλη λεωφόρο, τη Μέση, η οποία διέσχιζε την πόλη. Είχε αφετηρία το πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κέντρο της πρωτεύουσας, το τρίγωνο μεταξύ ανακτόρων, Ιπποδρόμου και Αγίας Σοφίας, περνούσε από το φόρο (πλατεία) του Κωνσταντίνου, του Ταύρου (Θεοδοσίου), του Βοός, του Αρκαδίου και κατέληγε στη Χρυσή πύλη. Η οδός αυτή είχε τοξωτές στοές, τους εμβόλους, και καθοριστική σημασία για τη ζωή της πόλης. Αυτή την οδό διέσχιζαν οι επίσημες πομπές, οι θρίαμβοι των αυτοκρατόρων και των στρατηγών, και γι’ αυτό ονομαζόταν και οδός των θριάμβων (via triomphalis). Από το φόρο του Ταύρου ανέκαμπτε προς τα Β και αφού περνούσε από τον ναό των Αγίων Αποστόλων κατέληγε στη Χαρσία πύλη (πύλη Aδριανούπολης). Το γενικό σχέδιο της πόλης συμπλήρωναν οι πολλές πλατείες, οι οποίες στολίζονταν με αρχαϊκά γλυπτά τα οποία είχαν μεταφερθεί από τις επαρχίες. Μία από τις σημαντικές, μεταξύ άλλων, ήταν το Αυγουσταίον, το οποίο στολιζόταν με τον έφιππο ανδριάντα του Ιουστινιανού.
Το σχήμα της Κ. ήταν τριγωνικό και περικλειόταν από τα χερσαία και τα παραθαλάσσια τείχη. Στην κορυφή του τριγώνου, κοντά στην ακρόπολη του Βυζαντίου, πάνω στον πρώτο λόφο, ήταν χτισμένο το Μέγα Παλάτιον, ένα πολύ εκτεταμένο οικοδομικό συγκρότημα, το οποίο άλλαξε πολλές φορές μορφή και μέγεθος έως τον 12o αι. Μέσα στο συγκρότημα αυτό υπήρχε το Ιερόν Παλάτιον, δηλαδή η ιδιαίτερη κατοικία της αυτοκρατορικής οικογένειας, ο ναός της Αγίας Σοφίας, ο Ιππόδρομος και άλλα κτίρια, τα οποία εξυπηρετούσαν πολιτικούς, κοινωνικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Τα ανάκτορα είχαν πολλά τμήματα, από τα οποία τα πιο γνωστά ήταν ο οκτάγωνος Χρυσοτρίκλινος, το Τρίκογχον, η Δάφνη, η Χαλκή, η Πορφύρα κ.ά. Άλλα ανάκτορα έξω από τον χώρο του Παλατίου ήταν ο Βουκολέων, στην παραλία του Μαρμαρά, το ανάκτορο των Βλαχερνών κ.ά. Έξω από τα ανάκτορα υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός εκκλησιών και μοναστηριών με ιδιαίτερο χρώμα και φυσιογνωμία, αναμνηστικές στήλες, όπως του Θεοδοσίου και του Μαρκιανού, λουτρά, υδραγωγεία, δεξαμενές για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας κατά τις πολιορκίες, μέγαρα, αγαθοεργά ιδρύματα κ.ά. Η Κ. διέθετε ένα θαυμάσιο λιμάνι στον Κεράτιο κόλπο (Χρυσούν Κέρας), το οποίο έκλεινε με αλυσίδα και συνέδεε με γέφυρες την πόλη με την απέναντι ξηρά, δηλαδή την Περαία ή Πέραν. Είχε επίσης και άλλα, μικρά λιμάνια προς το μέρος της Προποντίδας, όπως το λιμάνι του Βουκολέοντα, των Σοφιών κ.ά. Αξιομνημόνευτος είναι επίσης ο Φάρος της Κ., ο οποίος βρισκόταν στην περιοχή της ακρόπολης, καθώς και ένας μικρότερος φάρος που βρισκόταν μέσα στον κόλπο του Κερατίου, το φανίον (φανάρι), στο οποίο οφείλει την ονομασία της η συνοικία όπου εγκαταστάθηκε κατά την τουρκοκρατία το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τέλος, η Κ. είχε πολλά προάστια, όπως οι Συκαί (αργότερα Γαλατάς), το Πικρίδιον, το Κοσμίδιον κ.ά.
Το επιβλητικό σύνολο των τειχών, τα οποία χτίστηκαν επί Θεοδοσίου Β’ (αρχές 5ου αι.) ως συμπλήρωμα του Κωνσταντίνειου τείχους και θεωρούνται από τα τελειότερα οχυρωματικά έργα μεσαιωνικής πόλης, παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Κατά μεγάλο μέρος σε αυτά οφείλει η Κ. τη μακροημέρευσή της ως ακμάζουσας πόλης, παρά τις επανειλημμένες πολιορκίες, καθώς παρέμειναν απόρθητα έως το 1453. Σήμερα διατηρούνται σχεδόν άθικτα στο μεγαλύτερό τους τμήμα. Τα χερσαία τείχη εκτείνονταν από την Προποντίδα (θάλασσα του Μαρμαρά) έως τον Κεράτιο κόλπο και το μήκος τους ήταν περίπου 7 χλμ., ενώ το μήκος των παραθαλάσσιων τειχών ήταν περίπου 12 χλμ. Είχαν πολλές μεγάλες πύλες, όπως τη Χρυσή, της Σηλυβρίας, του Ρησίου, του Αγίου Ρωμανού, τη Χαρσία κ.ά., καθώς και μικρότερες, όπως τη διαβόητη από την Άλωση Κερκόπορτα. Τα χερσαία τείχη αποτελούνταν από τρεις σειρές τειχών με σοφά διατεταγμένους τετράγωνους, ημικυκλικούς και πολυγωνικούς πύργους και από μια φαρδιά τάφρο, πλάτους 15-20 μ., γεμάτη νερό μπροστά τους. Τα παραθαλάσσια, αντίθετα, ήταν μονά. Στα χερσαία τείχη η πρώτη γραμμή (έσω τείχος ή μέγα τείχος) είχε πάχος 4-5 μ. και ύψος 11 μ. και μπροστά της υπήρχε ανοιχτός χώρος (περίβολος). Ακολουθούσε το δεύτερο τείχος, πάχους 2 μ. και ύψους 8,50 μ., και στη συνέχεια υπήρχε το προτείχισμα. Όλοι οι αυτοκράτορες πρόσεξαν ιδιαίτερα την οχύρωση, και έως την πτώση της Κ. γίνονταν συνεχώς ανακαινίσεις και συμπληρώσεις. Ο Ηράκλειος (610-641) περιτείχισε τον λόφο των Βλαχερνών, όπου αργότερα χτίστηκαν τα παλάτια των Κομνηνών. Ανακαινίσεις σε μεγάλη κλίμακα έκαναν ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος, ο Θεόφιλος και άλλοι αυτοκράτορες. Τα θαλάσσια τείχη τα επισκεύασαν ο Αναστάσιος, ο Θεόφιλος, ο Βασίλειος ο Μακεδών και ιδιαίτερα οι Παλαιολόγοι (1259-1453), γιατί στην εποχή τους οι Βυζαντινοί είχαν χάσει πια την κυριαρχία των θαλασσών.
Από την εποχή της ίδρυσης της Κ. έως τα χρόνια του Ιουστινιανού (6ος αι.) δεν σώζονται πολλά μνημεία. Πολύ σημαντικά είναι τα ψηφιδωτά δάπεδα τα οποία αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές του Ιερού Παλατίου, στο περιστύλιο που οδηγούσε από το Χρυσοτρίκλινο στην εκκλησία του Φάρου. Αυτά παριστάνουν αγροτικές σκηνές και αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες για την κοσμική (μη θρησκευτική) θεματογραφία και την τέχνη της πρωτεύουσας. Από την ίδια περίοδο (4ος και 5ος αι.) σώζεται μια σειρά γλυπτών τα οποία βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κ., μερικά από τα οποία θεωρούνται από τα καλύτερα έργα της περιόδου, όπως για παράδειγμα η παιδική σαρκοφάγος με τις ανάγλυφες παραστάσεις αγγέλων. Επίσης αξιομνημόνευτη είναι η βάση του οβελίσκου του Θεοδοσίου, ο οποίος στήθηκε στον Ιππόδρομο. Ο οβελίσκος είναι παλαιό αιγυπτιακό έργο, το οποίο μεταφέρθηκε στην Κ. γύρω στο 390 μ.Χ., η βάση του όμως κοσμείται με σύγχρονες προς το στήσιμο του οβελίσκου ανάγλυφες παραστάσεις και αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα της παλαιοχριστιανικής εποχής.
Από τις εκκλησίες της εποχής αυτής σώζεται μόνο η μονή του Στουδίου (Προδρόμου), μετασκευασμένη όμως και ερειπωμένη. Χτίστηκε το 463 στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης, κοντά στο Επταπύργιο, και αργότερα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του Βυζαντίου, καθώς έγινε το ορμητήριο των εικονολατρών εναντίον των εικονομάχων (8oς και 9oς αι.) και υπήρξε κέντρο αντιγραφής χειρογράφων και εργαστήριο μικρογραφιών. Το 1204 καταστράφηκε από τους Σταυροφόρους, αλλά σύντομα αποκαταστάθηκε. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα και αίθριο, με ευθύγραμμα επιστύλια πάνω από τις κιονοστοιχίες. Πολύ αξιόλογος επίσης είναι ο σύγχρονος με τον ναό γλυπτός διάκοσμος καθώς και τα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο (13ος αι.).
Από τις εκκλησίες οι οποίες δεν σώζονται σήμερα (όπως οι αρχικές ξυλόστεγες βασιλικές της Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης, οι οκταγωνικοί ναοί της Αγίας Αναστασίας, του Αγίου Μάρκου κ.ά.) αναφέρεται ιδιαίτερα η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Ο ναός ιδρύθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και χρησίμευσε ως μαυσωλείο των αυτοκρατόρων (βασιλικόν πολυάνδριον). Εκεί βρισκόταν ο τάφος του Μεγάλου Κωνσταντίνου και λάρνακες με τα λείψανα των Αγίων Αποστόλων. Στη Στάση του Νίκα το μνημείο κάηκε και ο Ιουστινιανός έχτισε στη θέση του νέο μεγάλο ναό με πέντε τρούλους, σε σχήμα ελεύθερου σταυρού, το οποίο μάλιστα υπήρξε το πρότυπο για τον ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο και του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Ο ναός είχε περίφημα ψηφιδωτά και διακρινόταν για τη μεγάλη του πολυτέλεια. Οι Βυζαντινοί τον θεωρούσαν ως τον σπουδαιότερο ναό μετά την Αγία Σοφία. Μετά την Άλωση (1453) χρησιμοποιήθηκε για λίγο ως πατριαρχικός ναός, αλλά το 1469 τον κατεδάφισαν οι Τούρκοι για να χτίσουν το Φατίχ τζαμί. Σήμερα έχουν σωθεί μόνο λίγα αρχαιολογικά στοιχεία από το μνημείο και περιγραφές (εκφράσεις) βυζαντινών συγγραφέων, όπως του Προκοπίου, του Κωνσταντίνου του Ροδίου και του Νικολάου Μεσσαρίτη.
Τον 6o αι., περίοδο κατά την οποία δέσποσε η προσωπικότητα του Ιουστινιανού (που κυβέρνησε για περισσότερο από το ένα τρίτο του αιώνα), η τέχνη και ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική παρουσίασαν μεγάλη εξέλιξη. Το σπουδαιότερο μνημείο αυτής της περιόδου είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας (βλ. λ. Αγία Σοφία). Η ιστορία της εκκλησίας αρχίζει από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Τον 4o αι. καταστράφηκε ο πρώτος ναός και στη θέση του χτίστηκε μια δεύτερη ξυλόστεγη βασιλική (415) η οποία κάηκε στη Στάση του Νίκα, εκτός από μερικά τμήματα του γλυπτού διάκοσμου τα οποία βρέθηκαν κατόπιν σε ανασκαφή. Ο Ιουστινιανός έχτισε, στον ίδιο χώρο, την τρίτη κατά σειρά Αγία Σοφία. Τεχνίτες και υλικά μεταφέρθηκαν από όλη την αυτοκρατορία. Την επίβλεψη των εργασιών είχαν ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις και ο Ισίδωρος από τη Μίλητο, οι οποίοι ήταν περισσότερο θεωρητικοί παρά αρχιτέκτονες και οι σύγχρονοί τους τούς αποκαλούσαν μηχανοποιούς, δηλαδή ειδικούς σε θέματα μηχανικής. Οι εργασίες κράτησαν πέντε χρόνια (532-537) και το κόστος τους ήταν ασύλληπτο για την εποχή. Το 558 ο τρούλος έπεσε εξαιτίας ενός σεισμού και αντικαταστάθηκε από έναν υψηλότερο με νευρώσεις. Αλλά ο νέος τρούλος έπεσε επίσης, το 989 και το 1346. Το 1453 ο ναός της Αγίας Σοφίας έγινε τζαμί και από το 1934 λειτουργεί ως μουσείο.
Ο κυρίως ναός έχει μήκος 77 μ., πλάτος 71 μ. και ύψος, μαζί με τον τρούλο, περίπου 56 μ. Ο τρούλος, o οποίος κυριαρχεί σε ολόκληρη την αρχιτεκτονική σύνθεση, έχει διάμετρο 33 μ. Στηρίζεται σε τέσσερα μεγάλα τόξα τα οποία με τη σειρά τους έχουν στήριγμα σε ισάριθμους πεσσούς. Κάτω από τα δύο πλάγια τόξα υπάρχουν διώροφες κιονοστοιχίες και επάνω σε αυτές ένα τύμπανο διάτρητο από μεγάλα παράθυρα. Στα Α και Δ υπάρχουν δύο μεγάλα ημιθόλια και πίσω από το καθένα τρία μικρότερα. Στις κόγχες που σχηματίζονται πίσω από τα ημιθόλια υπάρχουν διώροφες εξέδρες, ενώ μία στοά, επίσης διώροφη, πλαισιώνει το σύνολο. Στα Δ βρίσκονται δύο νάρθηκες, ο εσωνάρθηκας και ο εξωνάρθηκας, οι οποίοι καλύπτονται με σταυροθόλια και οδηγούν στον κυρίως ναό. Ο τρούλος έχει στη βάση του 40 παράθυρα τα οποία, μαζί με τα υπόλοιπα 140, επιτρέπουν στο φως να εισέρχεται με τέτοιον τρόπο ώστε να δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται πάνω από έναν φωτεινό κύκλο, δημιουργώντας μια αίσθηση εξαΰλωσης και έλλειψης βαρύτητας. Ο κεντρικός χώρος είναι ελεύθερος και τα φέροντα στοιχεία είναι επενδεδυμένα με μάρμαρα και εκπληκτικά ψηφιδωτά, τα οποία μετά την Άλωση της Κ. καλύφθηκαν με αμμοκονίαμα, και μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισαν συστηματικές εργασίες αποκατάστασής τους, καθώς ο ναός, μαζί με άλλα σημαντικά μνημεία της πόλης, ονομάστηκε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ (1985). Για τους Βυζαντινούς, η Αγία Σοφία ήταν η μεγάλη εκκλησία, τόπος ιερός και άμεσα συνδεδεμένος με το αυτοκρατορικό μεγαλείο. Εκεί στέφονταν οι αυτοκράτορες, κατέληγαν οι θρίαμβοί τους (πορείες ύστερα από νίκες) και από εκεί ξεκινούσαν οι νεκρικές πομπές. Τα τελευταία χρόνια γίνονται καθαρισμοί στο εσωτερικό του ναού και κάθε τόσο αποκαλύπτονται θαυμάσια ψηφιδωτά τα οποία ανάγονται στους 9o, 10o, 11o, 12o και 13o αι.
Ένα άλλο μνημείο, ίδιου αρχιτεκτονικού τύπου με την Αγία Σοφία, είναι η Αγία Ειρήνη. Χτίστηκε στη θέση παλαιότερης ξυλόστεγης βασιλικής η οποία είχε καεί κατά τη Στάση του Νίκα. Στον μεγάλο σεισμό του 740 γκρεμίστηκε όλη η ανωδομή. Όταν επισκευάστηκε, επεξέτειναν τις πλάγιες καμάρες έως τους εξωτερικούς τοίχους και ο ναός πήρε τότε τη μορφή σταυροειδούς με τρούλο. Από την ιουστινιάνεια βασιλική με τρούλο διατηρήθηκαν τα κάτω τμήματα και το σύνθρονο μέσα στο ιερό. Στην κόγχη διατηρείται επίσης ένα ψηφιδωτό το οποίο απεικονίζει σταυρό και ανάγεται στην εποχή της εικονομαχίας.
Ο τρίτος μεγάλος ναός ο οποίος σώζεται μέσα στην Κ. από την εποχή του Ιουστινιανού είναι η εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Βρισκόταν κοντά στο Ιερόν Παλάτιον και είχε κοινό αίθριο και προπύλαια με τη βασιλική Πέτρου και Παύλου. Εξωτερικά ο ναός είναι κυβικός, ενώ στο εσωτερικό προστίθενται γωνιακές κόγχες οι οποίες τον μετατρέπουν σε οκταγωνικό. Ο κεντρικός χώρος ορίζεται από οκτώ πεσσούς, οι οποίοι σχηματίζουν ανάμεσά τους τέσσερις κόγχες και τρεις σηκούς εναλλάξ, και την κόγχη του ιερού στα Α. Τα μεγάλα φορτία του δεκαεξάπλευρου τρούλου μεταφέρονται στους εξωτερικούς τοίχους από αφανή στοιχεία και ο εσωτερικός χώρος αποκτά ελαφρότητα. Γύρω από τον κεντρικό χώρο σχηματίζεται διώροφη στοά. Στον ναό αυτόν, εκτός από την πολύ ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική, αξιόλογος είναι ο γλυπτός διάκοσμος, αποτελούμενος από πτυχωτά κιονόκρανα, θριγκό και κοσμήτες.
Θαυμάσια γλυπτά ανακαλύπτονται επίσης τελευταία στις ανασκαφές που γίνονται στα ερείπια του Αγίου Πολύευκτου, στο κέντρο της Κ. Τέλος, από τα έργα της εποχής του Ιουστινιανού αξιομνημόνευτο είναι το παλάτι του Βουκολέοντα, το οποίο μεγάλωσε, καθώς και οι δύο μεγάλες δεξαμενές, η κινστέρνα του Φιλόξενου (Bin-Bir-direk = χίλιες και μία κολόνες) και η βασιλική του Ίλλου (Yerebatan seray = υπόγειο παλάτι). Οι δύο αυτές δεξαμενές είναι τεράστιες και φέρουν κίονες που στηρίζουν θολωτές οροφές.
Την περίοδο που ακολούθησε τη διακυβέρνηση του Ιουστινιανού, το κράτος πέρασε δύσκολες στιγμές εξαιτίας εξωτερικών εχθρών και της κρίσης της εικονομαχίας. Τα μνημεία που σώζονται από εκείνη την περίοδο δεν είναι πολλά και κατά κανόνα έχουν υποστεί μεταγενέστερες παρεμβάσεις. Το καθολικό της μονής της Χώρας (Καχριέ τζαμί) ιδρύθηκε επί Ηρακλείου (610-641) και αποτελεί το παλαιότερο δείγμα της ομάδας των σταυροειδών ναών με περίστωο. Στην αρχική του μορφή (ο ναός επισκευάστηκε τον 11o και τον 14o αι.) ο τρούλος στηριζόταν σε πεσσούς με μορφή γωνιαίων τοίχων οι οποίοι σχημάτιζαν αβαθείς καμάρες. Το ιερό είναι τριμερές και ο κεντρικός χώρος φέρει πλάγια κλίτη. Παρόμοιος ήταν και ο ναός του Αγίου Ανδρέου εν τη Κρίσει, ο οποίος χτίστηκε στα μέσα του 8ου αι., ενώ στο καθολικό της μονής Ακαταλήπτου (Καλεντέρ τζαμί), από τα μέσα του 9ου αι., οι καμάρες που στηρίζουν τον τρούλο προεκτείνονται έως τους εξωτερικούς τοίχους και έτσι ο σταυρικός τύπος του ναού είναι πλέον καθαρός. Από το αρχικό οικοδόμημα έχει καταστραφεί η κόγχη του ιερού, ενώ τμήματα από το μαρμάρινο τέμπλο με ανάγλυφες παραστάσεις της Δέησης και της Ετοιμασίας του θρόνου είναι εντοιχισμένα στους πεσσούς της αψίδας. Στην ίδια εποχή τέλος (μέσα 9ου αι.) ανήκει και ο αρχικός ναός της Αγίας Θεοδοσίας (Γκιουλ τζαμί).
Οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας (867-1059), εκτός από τη δόξα που χάρισαν στο κράτος, ενίσχυσαν και τις τέχνες. Ονομαστά έργα της περιόδου της Μακεδονικής δυναστείας ήταν η περίφημη Νέα Εκκλησία, η οποία είναι γνωστή μόνο από φιλολογικές πηγές, τα καθολικά της μονής Λιβός και του Μυρελαίου, τα οποία σώζονται έως τις μέρες μας, καθώς και τα ψηφιδωτά μέσα στην Αγία Σοφία. Η Νέα Εκκλησία, που ήταν κτίσμα του Βασιλείου Α’ (867-886), βρισκόταν στην περιοχή του Παλατίου και διακρινόταν για τη μεγάλη της πολυτέλεια. Ο τύπος της ήταν πεντάτρουλος και σταυροειδής. Η μονή Λιβός (Φεναρί Ισά τζαμί) χτίστηκε γύρω στο 908, επισκευάστηκε τον 11o αι. και στα τέλη του 13ου η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγος του Μιχαήλ Η’ του Παλαιολόγου (1259-82), προσέθεσε στα Ν έναν νέο ναό, αφιερωμένο στον άγιο Ιωάννη Πρόδρομο. Η εκκλησία ήταν πεντάτρουλη, είχε πολύ ενδιαφέρουσα εξωτερική μορφολογία και πλούσια γλυπτική διακόσμηση. Το καθολικό της μονής Μυρελαίου (Μπουντρούμ τζαμί), ναός σταυροειδής με τρούλο, ιδρύθηκε περίπου το 930. Το μνημείο είναι διώροφο και το ισόγειο χρησίμευε ως μαυσωλείο. Ο ναός είναι χτισμένος ολόκληρος με τούβλα, όπως η Παναγία Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη, με την οποία έχει και άλλες ομοιότητες. Ο νάρθηκας έχει πλάγιες κόγχες και στη νότια κεραία του σταυρού έφερε παλαιότερα σύνθετα ανοίγματα με κιονίσκους και θωράκια.
Από τον 9o και τον 10o αι. σώζονται περίφημα ψηφιδωτά μέσα στην Αγία Σοφία. Η ένθρονη Πλατυτέρα και ο αρχάγγελος Γαβριήλ στο Ιερό Βήμα διακρίνονται ιδιαίτερα για την ομορφιά των προσώπων, ενώ ξεχωριστό είναι και το ψηφιδωτό του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (τέλη 9ου αι.) στον νάρθηκα, όπου εικονίζεται ο αυτοκράτορας να προσκυνά τον Χριστό ο οποίος είναι καθισμένος στον θρόνο. Από τον 10o αι. υπάρχει μια σειρά ιεραρχών και προφητών (πατριάρχης Ιγνάτιος, Ιωάννης Χρυσόστομος κ.ά.), καθώς και το πολύ γνωστό ψηφιδωτό του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Ιουστινιανού στο νότιο προστώο του νάρθηκα, όπου εικονίζεται στη μέση η Θεοτόκος, καθισμένη στον θρόνο, με τον Χριστό στην αγκαλιά της και στα πλάγιά της όρθιοι ο Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιανός, προσφέροντας ο πρώτος την Πόλη και ο δεύτερος την Εκκλησία.
Τον 11o και τον 12o αι., εκτός από τις επισκευές και τις ανακαινίσεις παλαιών μνημείων, χτίστηκαν πολλές νέες εκκλησίες, αλλά λίγες διατηρήθηκαν έως τη σύγχρονη εποχή. Η μονή Παντοκράτορος (Ζεϊρέκ τζαμί) είναι αυτοκρατορικό κτίσμα, καθολικό σπουδαίου μοναστηριού και ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της αρχιτεκτονικής των Κομνηνών της Σχολής της Κ. Στη βόρεια πλευρά του καθολικού προστέθηκε αργότερα ταφικό παρεκκλήσι του Αγίου Μιχαήλ και ακόμη πιο αργά ο ναός της Παναγίας Ελεούσης. Στο μοναστήρι υπήρχε επίσης βιβλιοθήκη, ξενώνας και νοσοκομείο.
Το καθολικό, όπως και ο ναός της Παναγίας Ελεούσης, ανήκουν στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο. Στα Δ υπάρχουν νάρθηκες οι οποίοι ενοποιούν τους δύο ναούς και το μαυσωλείο. Στο εσωτερικό υπήρχε πολυτελής διακόσμηση. Εκτός από τα λαμπρά μαρμαροθετήματα του δαπέδου, εντυπωσιακά είναι και τα θραύσματα από τα υαλοστάσια των παραθύρων τα οποία ανακαλύφθηκαν τελευταία. Αυτά είναι έγχρωμα και σχηματίζουν διακοσμητικά θέματα αλλά και μορφές. Έτσι τα υαλογραφήματα (vitraux), που τόσο μεγάλη διάδοση είχαν αργότερα στη Δύση, φαίνεται ότι έχουν το πρότυπό τους στο Βυζάντιο. Εκτός από τη μονή Παντοκράτορα, στην Κ. υπάρχουν και άλλα δύο μνημεία της εποχής των Κομνηνών, ο ναός του Παντεπόπτου (Εσκί Ιμαρέτ τζαμί), ο οποίος χρονολογείται στα τέλη του 11ου αι., και ο ναός των Αγίων Θεοδώρων (Κιλισέ τζαμί), του 12ου αι. Και τα δύο μνημεία είναι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι και έχουν όλα τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της εποχής, δηλαδή κομψές αναλογίες, τυφλά αψιδώματα, πολυγωνική αψίδα στο ιερό, πήλινα κοσμήματα κ.ά.
Και από αυτή την εποχή σώζονται ψηφιδωτά, πάλι στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας. Στον 11o αι. ανήκει το ψηφιδωτό του Κωνσταντίνου του Μονομάχου (1042-55) και της Ζωής, το οποίο βρίσκεται στο υπερώο του ναού. Παριστάνει το αυτοκρατορικό ζεύγος δεξιά και αριστερά από τον ένθρονο Χριστό και αποτελεί ένα πολύ ωραίο δείγμα της αυλικής τέχνης της εποχής. Η ίδια παράδοση της αυλικής τέχνης στον 12o αι. συναντάται και σε άλλα δύο ψηφιδωτά, στο υπερώο της Αγίας Σοφίας. Το ένα παριστάνει τον Ιωάννη Β’ Κομνηνό (1118-43), τη σύζυγό του Ειρήνη και τον δεύτερο γιο τους Αλέξιο Κομνηνό, με τη Θεοτόκο στη μέση, καθισμένη σε θρόνο. Την ίδια εποχή οι Κομνηνοί μετέφεραν τα ανάκτορα από το Μέγα Παλάτιον στις Βλαχέρνες. Μετά το 1261, αν και το κράτος αγωνιζόταν για την επιβίωσή του, σημειώθηκε μεγάλη πνευματική και καλλιτεχνική ακμή. Στην αρχιτεκτονική αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν οι παλαιότερες μορφές, ενώ στη μνημειακή ζωγραφική εμφανίστηκε μια επαναστατική κίνηση για ανανέωση, η οποία άρχισε από τον 13o αι. και έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της στις αρχές του 14ου. Τα μνημεία που χτίστηκαν μέσα στην Κ. δεν είναι πολλά σε σχέση με την εποχή των Μακεδόνων και των Κομνηνών. Πρόκειται κυρίως για προσθήκες ή μετασκευές σε παλαιότερους ναούς. Στα τέλη του 13ου αι. ο αξιωματούχος Μιχαήλ Δούκας Γλαβάς Ταρχανιώτης έχτισε την κεντρική εκκλησία της μονής Παμμακάριστου (Φετιχιέ τζαμί), πιθανώς επάνω στα ερείπια παλαιού ναού της εποχής των Κομνηνών, και λίγο αργότερα προστέθηκε στη νοτιοανατολική γωνία του καθολικού το ταφικό παρεκκλήσι του Σωτήρα. Κάτω από την εκκλησία υπάρχει μια δεξαμενή νερού σύγχρονη με τον ναό, αλλά χτισμένη με παλαιότερο υλικό σε δεύτερη χρήση. Από τον αρχικό ναό, εκτός από τον κεντρικό τρούλο, δεν σώζονται πολλά τμήματα, γιατί οι Τούρκοι έκαναν πολλές μετασκευές στο μνημείο. Αντίθετα, το ταφικό παρεκκλήσι του Σωτήρα (μικρός σταυροειδής τετρακιόνιος) διατηρείται σχεδόν αλώβητο και βλέπει κανείς σε αυτό τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής των Παλαιολόγων, δηλαδή την κομψότητα, τις ψηλές και λεπτές αναλογίες, τα πολλά ανοίγματα και γενικά όλα τα στοιχεία της τέχνης της Σχολής της Κ. Ο νάρθηκας είναι διώροφος με δύο τρούλους, όπως στην Παναγία Χαλκέων Θεσσαλονίκης. Στο παρεκκλήσι σώζονται επίσης χαρακτηριστικά ψηφιδωτά της εποχής των Παλαιολόγων, σύγχρονες τοιχογραφίες και υπολείμματα από την ορθομαρμάρωση.
Την εποχή αυτή στη μονή Λιβός προστέθηκε ο ναός του Βαπτιστή στα Ν και πλαισιώθηκαν οι δύο ναοί με περιμετρική στοά. Στις αρχές του 14ου αι., στη μονή της Χώρας, η οποία επισκευάστηκε για πρώτη φορά τον 11o αι., ο μεγάλος λογοθέτης και διανοούμενος της εποχής Θεόδωρος Μετοχίτης ανακαίνισε το καθολικό, προσέθεσε εξωνάρθηκα και ένα παρεκκλήσι στα Ν. Τότε, ολόκληρο το συγκρότημα διακοσμήθηκε με εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και ανάγλυφα. Τα ψηφιδωτά, που αποτελούν το καλύτερο διατηρημένο σύνολο της εποχής και από τις ωραιότερες δημιουργίες της βυζαντινής τέχνης, απεικονίζουν έναν πλουσιότατο κύκλο γεγονότων. Στον εσωνάρθηκα εικονογραφείται η παιδική ζωή της Παναγίας μέχρι τη γέννηση του Χριστού και στον εξωνάρθηκα η παιδική ηλικία και τα θαύματα του Χριστού. Στους τρούλους του εσωνάρθηκα, μέσα σε ακτινωτά πλαίσια, παριστάνονται προφήτες, βασιλιάδες και πατριάρχες, ενώ πάνω από την είσοδο που οδηγεί στον κυρίως ναό εικονίζεται ο Θεόδωρος Μετοχίτης να προσφέρει την εκκλησία στον Χριστό. Στο παρεκκλήσι σώζονται άριστα διατηρημένες τοιχογραφίες σπάνιας ποιότητας. Στα τέλη του 13ου αι. τοποθετείται και το μεγάλο και ωραιότατο ψηφιδωτό της Δέησης στο υπερώο της Αγίας Σοφίας. Το καλύτερα διατηρημένο ανάκτορο, από τα πολλά που υπήρχαν μέσα στην Κ., είναι το Τεκφούρ Σεράι, το οποίο πρέπει να κατασκευάστηκε τον 14ο αι., όπως δείχνουν τα μορφολογικά του στοιχεία. Στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αι. προστέθηκε στο ανάκτορο αυτό μία διώροφη και μία τετραώροφη πτέρυγα.
Τον 15o αι. η Κ., ύστερα από μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, γνώρισε την τελική καταστροφή. Στις 29 Μαΐου 1453, ύστερα από δραματική άμυνα, η Κ. έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Μετά την κατάληψή της από τον Μωάμεθ Β’ η Κ. έγινε πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με την ονομασία Ισταμπούλ (παραφθορά στα τουρκικά της μεσαιωνικής λαϊκής έκφρασης Εις την Πόλιν), το οποίο όμως επισήμως της αποδόθηκε μόνο το 1926. Διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο για την Οθωμανική αυτοκρατορία, έως τις αρχές του 20ού αι., οπότε πρωτεύουσα και πολιτικό κέντρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, την οποία εγκαθίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ, έγινε η Άγκυρα. Μετά την εγκατάσταση των σουλτάνων στην Κ., οι περίφημες βυζαντινές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, ενώ παράλληλα χτίστηκαν πλούσια παλάτια, πολυάριθμα οικοδομήματα, νέα τζαμιά, μεντρεσέδες (οθωμανικά θρησκευτικά σχολεία), λουτρά (περίπου 300), μαυσωλεία, μπεζεστένια (αγορές), καραβάν σεράι (σταθμοί καραβανιών), κρήνες κ.ά. Τον 16o και τον 17o αι., που αποτελούν τη λεγόμενη κλασική περίοδο της τουρκικής αρχιτεκτονικής, η Κ. έγινε το κέντρο έντονης οικοδομικής δραστηριότητας. Την εποχή εκείνη η βυζαντινή μορφολογία και οι βυζαντινοί κατασκευαστικοί τρόποι άσκησαν έντονη και σαφή επίδραση στην τουρκική αρχιτεκτονική. Αυτό οφείλεται αφενός στον θαυμασμό των Οθωμανών αρχιτεκτόνων για τα βυζαντινά μνημεία της Κ. και αφετέρου στο γεγονός ότι πολλοί από αυτούς, όπως για παράδειγμα ο περίφημος Σινάν, είχαν ελληνική καταγωγή. Η επίδραση αυτή είναι φανερή, ιδιαίτερα στα τζαμιά, τα οποία απομακρύνθηκαν τότε από τα παλαιά αραβικά πρότυπα και μιμήθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, την Αγία Σοφία. Είναι χαρακτηριστικό το ότι τα εντυπωσιακά αυτά κτίρια δεν μιμήθηκαν τους υστεροβυζαντινούς ναούς με τις λεπτές αναλογίες, αλλά είχαν πρότυπο την ιουστινιάνεια Αγία Σοφία. Η εσωτερική διακόσμηση ακολουθούσε τα περσικά συστήματα, με έγχρωμες πλάκες, επιγραφές κ.ά. Από τα πιο γνωστά και πιο σημαντικά τζαμιά της εποχής είναι το τζαμί του Σουλεϊμάν (1550-57), μία από τις ωραιότερες δημιουργίες του Σινάν στην Κ. που συνδέεται και μάλιστα στενά με την Αγία Σοφία, και το Σουλτάν Αχμέτ τζαμί (1609-16), γνωστό ως Μπλε τζαμί, εξαιτίας του κυανού χρώματος που επικρατεί στην πλούσια εσωτερική διακόσμηση.
Από το 1700 και μετά η τουρκική αρχιτεκτονική επηρεάστηκε από την ευρωπαϊκή, κυρίως στα δημόσια κτίρια, ενώ στην ιδιωτική κατοικία η επίδραση της αντίστοιχης ελληνικής κατοικίας εξακολουθούσε να είναι εμφανής. Η ευρωπα
Φωτογραφία της Κωνσταντινούπολης, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Η πλατεία Ταξίμ, η μεγαλύτερη της Κωνσταντινούπολης, στην οποία συμβάλλουν έξι δρόμοι (φωτ. ΑΠΕ).
Η Κωνσταντινούπολη αποτελεί, για περισσότερα από 2.000 χρόνια, τη γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας· στη φωτογραφία, μερική άποψη της πόλης, όπως φαίνεται από το ασιατικό τμήμα της (φωτ. ΑΠΕ).
Τμήμα των τειχών της Κωνσταντινούπολης, επιβλητικό και μνημειώδες σύνολο, από τα τελειότερα οχυρωματικά έργα της εποχής.
Η γέφυρα του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη (φωτ. ΑΠΕ).
Το εσωτερικό του ναού της Αγίας Σοφίας, που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.
Ο οβελίσκος του Θεοδόσιου, αρχαίο αιγυπτιακό έργο, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 390· η βάση του κοσμείται με ανάγλυφες παραστάσεις, σύγχρονες με το στήσιμό του στην Πόλη.
Η Αγία Σοφία, ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Κωνσταντινούπολης, έργο των αρχιτεκτόνων Ισίδωρου και Ανθέμιου (6ος αι.).
Ο τρίτος μεγάλος ναός που σώζεται στην Κωνσταντινούπολη από την εποχή του Ιουστινιανού είναι η εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου.
Το καθολικό της Μονής της Χώρας (Καχριέ τζαμί).
Ο ναός της Αγίας Σοφίας όπως φαίνεται σήμερα (φωτ. ΑΠΕ).
Το καθολικό της μονής Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη, το σημερινό Φετιχιέ τζαμί.
Τμήμα τοιχογραφίας από τη Μονή της Χώρας, το σημερινό Καχριέ τζαμί, στην οποία εικονίζεται η αγία Ελισάβετ, που είχε καταφύγει σε σπήλαιο με τη Θεοτόκο, νεογνό τότε.
Ψηφιδωτό του 12ου αι. στον νάρθηκα της Αγίας Σοφίας, που εικονίζει τη Θεοτόκο ένθρονη, τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνό και τη σύζυγό του Ειρήνη.
Το εσωτερικό του τζαμιού του σουλτάνου Αχμέτ (17ος αι.), που είναι γνωστό και ως «Αχμεδιέ» ή «Μπλε τζαμί», λόγω του χρώματος που κυριαρχεί στην πλούσια εσωτερική του διακόσμηση.
Το τζαμί Αχμεδιέ (1609-16), το λεγόμενο «Μπλε τζαμί», εξαίρετο δείγμα ισλαμικής αρχιτεκτονικής.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής, για να μπορεί να ελέγχει την κίνηση των πλοίων από τον Βόσπορο στη Μαύρη Θάλασσα και αντίστροφα, έχτισε το 1452 το Ρούμελη Χισάρ (κάστρο της Ρούμελης), στη δυτική ακτή του στενού του Βοσπόρου και στο σημείο όπου πλησιάζει περισσότερο στην ανατολική ακτή.
Μία από τις εισόδους του ανακτόρου του Ντολμά Μπαξέ, που έχτισε ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ (1854). Το ανάκτορο είναι σήμερα μουσείο με πολύτιμα εκθέματα και έργα τέχνης.
Το Φετιχιέ τζαμί (φωτ. ΑΠΕ).
Το τζαμί του Σουλεϊμάν (1550-57), από τα σημαντικότερα της Πόλης και από τις ωραιότερες δημιουργίες του μεγάλου αρχιτέκτονα Σινάν.
Ο πύργος του Λεάνδρου. Στη νησίδα αυτή, που οι Βυζαντινοί ονόμαζαν Άρηλα και είχε κυριεύσει ο Μανουήλ Κομνηνός (12ος αι.), τελείωνε η αλυσίδα που έκλεινε τον Βόσπορο. Οι Τούρκοι ονόμαζαν τον πύργο «Κιζ-κουλέ» (πύργος της κόρης)· οι Ευρωπαίοι τον ονομάζουν πύργο του Λεάνδρου, σχετίζοντάς τον αυθαίρετα με το μυθιστόρημα «Τα καθ’ Ηρώ και Λέανδρον» του Μουσαίου.
Το κτίριο της Μεγάλης του Γένους Σχολής.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.